μοναχικῶν

μοναχικῶν
μοναχικός
of
fem gen pl
μοναχικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ορατοριανοί — Ονομασία δύο ρωμαιοκαθολικών μοναχικών ταγμάτων. 1. Ο. της Ιταλίας. Ιδρύθηκε από τον Φίλιππο ντε Νέρι το 1564 στο Σαν Τζοβάννι ντέι Φιορεντίνι. Τα μέλη του τάγματος έθεσαν ως σκοπό τους τον καθαγιασμό των ψυχών με το κήρυγμα και τη διδασκαλία.… …   Dictionary of Greek

  • μελήκτα — η ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας apidae, τα οποία είναι μαύρες μέλισσες με λευκές κηλίδες και είναι παράσιτα τής ανθοφόρας και άλλων μοναχικών μελισσών, στη φωλιά τών οποίων εισβάλλουν για να γεννήσουν τα αβγά τους μέσα στο μέλι… …   Dictionary of Greek

  • μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις …   Dictionary of Greek

  • μικροκοκκώδη — τα (μικρβλ.) τάξη μη σπορογόνων σφαιρικών ευβακτηρίων, μοναχικών ή ομαδοποιημένων, στην οποία ανήκουν οι κόκκοι παλαιότερων ταξινομήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. micrococcales (βλ. μικρ[ο] ). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ.… …   Dictionary of Greek

  • μοναχισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ιδιάζουσα πραγματοποίηση της τάσης αποχωρισμού και απάρνησης του κόσμου για την ικανοποίηση εσωτερικών απαιτήσεων ηθικής και πνευματικής τελειοποίησης διά της προσευχής, της ταλαιπώρησης της σάρκας, των… …   Dictionary of Greek

  • οσμία — (osmia). Γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας των μελισσοειδών. Αριθμεί περίπου εξήντα είδη μοναχικών μελισσών, που ζουν σε ολόκληρο τον κόσμο εκτός από την Αυστραλία, και κυρίως στη νότια Ευρώπη. Τα έντομα αυτά κατασκευάζουν τις φωλιές τους …   Dictionary of Greek

  • φούνγκια — η, Ν ζωολ. γένος μοναχικών κοραλλιών τών τροπικών θαλασσών τής τάξης σκληρακτίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fungia < λατ. fungus «σπόγγος, μύκητας»] …   Dictionary of Greek

  • ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… …   Dictionary of Greek

  • ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… …   Dictionary of Greek

  • Αδελφοί του Κοινού Βίου — Θρησκευτικές κοινότητες που άκμασαν στην κεντρική και βόρεια Γερμανία και στις Κάτω Χώρες στον 15o αι. και διατηρήθηκαν έως τον 17o. Η πρώτη κοινότητα ιδρύθηκε από τον Γκέραρντ Γκροστ στην πόλη Δέβεντερ της επισκοπής της Ουτρέχτης γύρω στο 1380.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”